διαστῆναι

διαστῆναι
διίστημι
set apart
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • στιχηδόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά στίχους, κατά σειρά, αραδιαστά («στιχηδὸν τοὺς νεανίας διαστῆναι», Ηρωδιαν.) αρχ. 1. (σχετικά με χειρόγραφο) σε στίχους, σε γραμμές («στιχηδὸν γεγραμμένα», Σχόλ. Διον. Θρ.) 2. φρ. «ἐπιγραφὴ στιχηδὸν» επιγραφή τής οποίας τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”